Γάλλοι συνθέτες μετά τον Ντεμπυσύ και τον Ραβέλ επιχειρούν να επανακτήσουν της ευστροφία και το πνεύμα που αποτελούν στοιχεία εθνικής κληρονομιάς. Είναι μαθητές του Ερίκ Σατί (1866-1925) στην προσπάθεια τους να αναπτύξουν ένα ύφος που να συνδυάζει της αντικειμενικότητα και τη μετριοφροσύνη αυτού του συνθέτη με το νεοκλασικισμό και τις νέες αντιλήψεις για την τονικότητα.

Το ύφος του εκτείνεται από το συντηρητικό έως το μοντέρνο.
Κύριο χαρακτηριστικό των έργων του υπήρξε η πολυτονικότητα, δηλαδή η ταυτόχρονη
συνήχηση διαφορετικών τονικοτήτων. Έγραψε όπερες («Χριστόφορος Κολόμβος»,
1928), τρεις όπερες για παιδιά, μπαλέτα, θρησκευτική μουσική, πέντε συμφωνίες,
συμφωνικά ποιήματα, σουίτες, μουσική τζαζ, τρία κοντσέρτα για βιολί, τέσσερα
κοντσέρτα για πιάνο (1933-1949), μουσική δωματίου, πολυάριθμα κομμάτια για
πιάνο και μελωδίες.
Sonata per oboe, flauto, clarinetto e pianoforte, Op.47 La creation du monde
Symphony No.2, op 247
Musique pour l'Indiana op.418
Pastorale d'ete
Pacific 231
Concerto per violoncello e orchestra
Sinfonia n.1

Το 1915 πεθαίνει η μητέρα του και δύο χρόνια αργότερα ο
πατέρας του. Αναγκάζεται να μετακομίσει στο σπίτι της αδερφής του, ενώ χάρη
στον παιδικό του φίλο Raymonde Linossier ανακαλύπτει τους λογοτεχνικούς και
καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού. Γνωρίζεται με τον Λουί Αραγκόν, τον Αντρέ
Μπρετόν, τον Πωλ Ελυάρ και τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ, από τους οποίους επηρεάζεται
βαθιά και το 1917 γράφει το πρώτο του έργο, τη "Μαύρη Ραψωδία", για
βαρύτονο και οργανικό σύνολο.
Με τη λήξη του πολέμου γνωρίζεται με τον Μανουέλ ντε Φάλια
και με τη βοήθεια του Στραβίνσκι εκδίδει τα πρώτα του έργα. Γράφει κύκλους
τραγουδιών σε ποίηση του Απολλιναίρ και του Κοκτώ, οι οποίοι παρουσιάζονται με
επιτυχία σε αίθουσες του Παρισιού. Το 1920 σχηματίζεται η Ομάδα των Έξι, στην
οποία γίνεται μέλος· την ομάδα απαρτίζουν και οι Ωρίκ, Χόνεγκερ, Ντάριους Μιγιώ
και ο Ταϊγεφέρ και θεωρείται ότι πρεβεύουν ένα είδος αντίδρασης απέναντι στη
μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ και τον Ιμπρεσιονισμό. Τον επόμενο χρόνο γνωρίζεται
με τον Σερζ Ντιαγκίλεβ, διευθυντή των περίφημων Ρώσσικων Μπαλέτων. Το πιο
σημαντικό γεγονός ωστόσο είναι η έναρξη σπουδών πιάνου με τον Σαρλ Κέχλιν· τα
μαθήματα θα κρατήσουν τέσσερα χρόνια και ο Πουλένκ θα μάθει αντίστιξη και
αρμονία, κάτι που θα του χρησιμεύσει αργότερα, όταν ασχοληθεί με τη σύνθεση
χορωδιακών έργων. Από την ίδια περίοδο προέρχονται το μπαλέτο "Les
Biches", η "Σονάτα για κλαρινέτο και φαγκότο" και η "Σονάτα
για κόρνο, τρομπέτα και τρομπόνι". Συναντά επίσης τους Δωδεκαφθογγιστές
Άλμπαν Μπεργκ, Άντον Βέμπερν και Άρνολντ Σένμπεργκ, ενώ η διάσημη τσεμπαλίστα
Βάντα Λάντοβσκα του παραγγέλνει ένα κοντσέρτο για τσέμπαλο.
Ήδη μέχρι το 1927 έχει χάσει αρκετούς ανθρώπους από το
κοντινό του περιβάλλον· ο χαμός τους αποδεικνύεται μεγάλο πλήγμα για τον ίδιο
και συχνά πέφτει σε κατάθλιψη. Αποφασίζει να μετακομίσει σ' ένα εξοχικό σπίτι,
κοντά στο Νουαζαί, όπου μπορεί να συνθέτει απρόσκοπτα. Λίγα χρόνια αργότερα
χάνει την επιστήθια φίλη του Raymonde Linossier, άλλο ένα πλήγμα που τον
βυθίζει στο ψυχικό σκοτάδι. Η σχέση του μαζί της είναι ακαθόριστη, καθώς ο
Πουλένκ διατηρεί σχέσεις και με τα δύο φύλα· ο μεγάλος του έρωτας είναι ο
ζωγράφος Richard Chanlaire, στον οποίο και αφιερώνει το "Αγροτικό
Κοντσέρτο" (Concert champêtre). Ο Πουλένκ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του
βιώνει μια εσωτερική πάλη, προσπαθώντας να συμβιβάσει την έλξη του για το ίδιο
φύλο και τις επιταγές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, της οποίας είναι πιστός
από μικρή ηλικία. Η αντιδιαστολή ανάμεσα στα δύο είναι κάτι που διαφαίνεται
στην εξέλιξη του έργου του, καθώς σταδιακά η μουσική του προσλαμβάνει ένα πιο
αυστηρό και θλιμμένο ύφος.
Το 1936 σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ο φίλος και
συνάδελφος Pierre-Octave Ferroud, γεγονός που τον συντρίβει· το σοκ είναι τόσο
μεγάλο που αλλάζει όλο του το είναι και λειτουργεί ως ένα είδος θρησκευτικής
αποκάλυψης. Επισκέπτεται το μνήμα της Μαύρης Παρθένου στη Ροκαμαδούρ και έκτοτε
αφιερώνεται αποκλειστικά σχεδόν στη σύνθεση θρησκευτικής μουσικής. Μέχρι το
1947, οπότε και επιστρέφει στο Παρίσι, γράφει συστηματικά χορωδιακά κομμάτια,
αλλά και άλλα έργα, που παρουσιάζονται στο Παρίσι και το Λονδίνο. Ορισμένα
μάλιστα διευθύνονται από τη μουσικοπαιδαγωγό Νάντια Μπουλανζέ, ενώ το Κοντσέρτο
για δύο πιάνα εκτελείται από τον ίδιο και τον πιανίστα Pierre Bernac. Αρχίζει
επίσης περιοδείες στην Αμερική, όπου παίζει και διευθύνει έργα του. Η περιοδεία
συνεχίζεται το 1954 στην Αίγυπτο και την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ τον επόμενο χρόνο
δέχεται άλλο ένα πλήγμα. Πεθαίνουν οι Αντριέν Μονιέ, Λυσιέν Ρουμπέρ και ο
συνθέτης Αρθούρ Χόνεγκερ και μέσα σ' ένα κλίμα βαθιάς θλίψης ολοκληρώνει την
όπερα Διάλογοι των Καρμελιτών.
Το 1963 πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι του στο
Παρίσι. Σύμφωνα με τη θέλησή του, η κηδεία είναι απλή, με μουσική υπόκρουση του
Μπαχ και ενταφιάζεται στο Κοιμητήριο Περ Λασαίζ, στον οικογενειακό του τάφο.
Sonata for Flute & Piano
Trio for Piano, Oboe & Bassoon
Mélancolie, FP 105
Dialogues des Carmélites
Sonata for Flute & Piano
Trio for Piano, Oboe & Bassoon
Mélancolie, FP 105
Dialogues des Carmélites
πηγές: η απόλαυση της μουσικής Joseph Machlis - Kristine Forney, ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, iema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου