Στην Αθήνα επιστρέφει οριστικά το 1933 και συνεχίζει να συνθέτει ως το θάνατό του, απομακρυσμένος εντελώς από το μουσικό της περιβάλλον και γενικά από τον κόσμο. Άφησε ένα υψηλής ποιότητας και επιβλητικό σε όγκο έργο, που η ανακάλυψη του έπειτα απ το θάνατο του συνθέτη, έχει δημιουργήσει ένα απροσδόκητο ενδιαφέρον στους μουσικούς πρωτοποριακούς κύκλους της Ευρώπης.
Εκτός από ορισμένες συνθέσεις του γραμμένες στο γνωστό τονικό ή τροπικό σύστημα – όπως οι 36 Ελληνικοί χοροί για ορχήστρα- στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του ακολουθεί μ΄ένα ιδιότυπο προσωπικό ύφος το δωδεκάφθογγο σύστημα του Σαϊνμπεργκ . Στη διαμόρφωση του ύφους του έχουν συμβάλει επίσης ο Στραβίνσκυ και ο Μπάρτοκ. Στα έργα της τελευταίας συνθετικής του περιόδου (1946-1949) ο Σκαλκώτας προχωρεί σε μία μεγαλύτερη απλότητα και διαύγεια γραφής, χρησιμοποιώντας και λαϊκά μουσικά στοιχεία, ενσωματωμένα μέσα στα έργα ή αισθητά σαν φόντο ή σαν απλή νύξη. Σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες του 20ου αιώνα.
Περισσότερα για τη ζωή του και το έργο του θα βρείτε εδώ . Αξίζει να το διαβάσετε διότι θα ανακαλύψετε πολλά για τον χαρακτήρα του και την καλλιτεχνική του ιδιότητα. Επίσης ενδιαφέρον έχει η λυγερή και ο χάρος το πρώτο μπαλέτο που έγραψε ο Νίκος Σκαλκώτας.